Thesaurus-Synonyms-LEADER -
'leader' noun the person in charge of a group, an organization, or
an activity: the leader of the Conservative Party. * ηγέτης, ταγός,
«κεφαλή»
[boss] (informal) your superior at work: I asked the boss for a rise. * προϊστάμενος, αφεντικό
[captain] the leader of a team, especially in a sport, or the person
who is in charge of a ship or an aircraft: The captain went up to
receive the cup from the chairman of the Football Association.
* αρχηγός, ηγέτης: κυβερνήτης αεροπλάνου ή πλοίου
[chief] the person in charge of a group of people: the chief of the tribe. * αρχηγός ομάδας ανθρώπων
[head] the person in charge of an organization: the head of the
company. * αυτός που κατέχει την ηγετική θέση, την «κορυφή», αυτός που
έχει την «πρωτοκαθεδρία» σε έναν οργανισμό
[manager] the person
in charge of a business firm or of a department: the marketing manager.
* διευθυντής, διευθυντικό στέλεχος επιχείρησης ή τμήματος
[principal] the person in charge of a school, especially in the USA: Go
to the principal’s office! * πρόσωπο που προΐσταται, άρχει ή βρίσκεται
επικεφαλής συλλογικού οργάνου, σχολής κτλ
[ringleader] the
person at the head of a group of criminals or wrongdoers: Max was the
ringleader of the bullies. * αρχηγός (σπείρας), πρωταίτιος εγκλημάτων
[supremo] (informal) the person with most influence or power in a
particular organization or field of activity: the Italian football
supremo. * το πρόσωπο που έχει τη μεγαλύτερη επιρροή ή δύναμη σε ένα
συλλογικό όργανο ή μια δραστηριότητα, «ο ισχυρός άνδρας»
[top
dog] (informal) the most important and influential person in an
organization, usually the person in charge: He’s not happy being the top
dog’s deputy, he wants to be top dog himself. * ιδ. το (μεγάλο)
αφεντικό, ο κουμανταδόρος, «ο ισχυρός ανήρ»
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου