Thesaurus-Synonyms DΕTERMINED
'determined' adjective having made a firm decision to do something and
showing the courage and will-power needed to do it: She was determined
to finish the marathon even though she was exhausted. * αποφασισμένος,
ανένδοτος, ανυποχώρητος σε μια απόφαση και με θέληση να την υλοποιήσεις
[dead set on] (informal) having a particular aim or plan that no one
will be able to persuade you to give up: dead set on going to
university. * σταθερά προσανατολισμένος σε ένα σκοπό, αυτός που έχει
«βάλει στο μάτι» κάτι
[focused]
concentrating your mind and efforts on a particular aim or subject: To
be a tennis champion, you have to be really focused. * εστιασμένος,
επικεντρωμένος, που έχει βάλει στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος
[hell-bent] (informal) recklessly determined to do something: He was
hell-bent on winning, no matter what it took. * ριψοκίνδυνα και
πεισματωδώς αφοσιωμένος σε ένα σκοπό
[intent] having made up
your mind to do something: She seemed to be intent on causing trouble. *
εστιασμένος, προσηλωμένος: που επιδιώκει με επιμονή, αποφασισμένος
[resolute ]showing courage and firmness in keeping to a decision that
you have made: He was resolute in his refusal to get involved in petty
arguments. * αποφασιστικός, ανένδοτος
[unflinching] firm and
strong despite difficulties or opposition: her unflinching support for
her husband. * προσηλωμένος, ακλόνητος, αυτός που δεν διστάζει, που δεν
«κωλώνει» παρά τις αντιδράσεις και
τις δυσκολίες
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
[focused] concentrating your mind and efforts on a particular aim or subject: To be a tennis champion, you have to be really focused. * εστιασμένος, επικεντρωμένος, που έχει βάλει στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος
[hell-bent] (informal) recklessly determined to do something: He was hell-bent on winning, no matter what it took. * ριψοκίνδυνα και πεισματωδώς αφοσιωμένος σε ένα σκοπό
[intent] having made up your mind to do something: She seemed to be intent on causing trouble. * εστιασμένος, προσηλωμένος: που επιδιώκει με επιμονή, αποφασισμένος
[resolute ]showing courage and firmness in keeping to a decision that you have made: He was resolute in his refusal to get involved in petty arguments. * αποφασιστικός, ανένδοτος
[unflinching] firm and strong despite difficulties or opposition: her unflinching support for her husband. * προσηλωμένος, ακλόνητος, αυτός που δεν διστάζει, που δεν «κωλώνει» παρά τις αντιδράσεις και
τις δυσκολίες
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου