Σελίδες

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Word of the day

Thesaurus-Synonyms-94 - CONTINUOUS

'continuous' adjective happening without interruption over a period of time: five hours’ continuous rain. * συνεχής: αδιάκοπος, ασταμά-τητος

[constant] happening repeatedly, sometimes to the point of irritation: I’m fed up with his constant nagging. * αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, αμετάβλητος σε βαθμό ενόχλησης

[continual] happening repeatedly, usually at short intervals: continual interruptions. *συνεχής, αδιάκοπος αλλά με μικρά διαλείμ-ματα

[endless] lasting a long time or happening very often, and therefore tedious: her endless boasting about her children’s
achievements. * ατέρμονας, ατελεύτητος, ατέλειωτος και γι’ αυτό βαρετός

[incessant] never stopping or pausing, and irritating or tiring
because of that: their incessant chatter. * ακατάπαυστος, ασταμά-τητος και ενοχλητικά κουραστικός

[nonstop] (informal) proceeding at a fast pace and never stopping,
which may seem energetic or exciting: a nonstop round of social engagements. * που συμβαίνει ή προχωρά χωρίς να σταματά ποτέ, με ενθουσιασμό, γρήγορο βήμα και ενεργητικότητα

[solid] (used to describe a length of time) continuing without a break: We queued for tickets for three solid hours. * συνεχής, αλληλοδιάδοχος

[uninterrupted] continuing without any interruptions: Parents of young babies rarely have a full night’s uninterrupted sleep.
* συνεχής, αδιάκοπος

taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου