Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

WORD OF THE DAY -FUNNY -

Thesaurus-Synonyms-193 - FUNNY

'funny' adjective that makes you laugh, either intentionally or unintentionally: a funny story. * ευτράπελος, διασκεδαστικός, αστείος, «γουστόζικος», «σπαρταριστός»

[amusing] quite funny, usually making you smile rather than laugh loudly: an amusing anecdote. * διασκεδαστικός, τερπνός, που προκαλεί χαμόγελο παρά ξεκαρδιστικό γέλιο

[comical] unusual in way that is amusing or funny: She has a comical way of talking. * διασκεδαστικός, αστείος, κωμικός

[droll] witty in a slightly unusual way: He has a very droll sense of humour. * φαιδρός, αστείος, διασκεδαστικός, συνάμα παράξενος, αλλόκοτος

[facetious] light-hearted and intended to be amusing: a facetious comment. * ευτράπελος, κν. «χωρατατζίδικος», (για πρόσωπα:) φιλοπαίγμων, «χωρατατζής»

[hilarious] extremely funny: That was the most hilarious film I have ever seen. * διασκεδαστικότατος, ξεκαρδιστικός

[humorous] written or performed in a style designed to make people laugh: a humorous article. * (για κείμενο ή παράσταση) χιουμοριστικός, πνευματώδης

[side-splitting] that makes you laugh a lot: a side-splitting comedy routine. * ξεκαρδιστικός

[witty] amusing through using words or describing things in a clever way: a very witty speaker. * ευφυής, έξυπνος, πνευματώδης

taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου