Thesaurus-Synonyms-193 - FUNNY
'funny' adjective that makes you laugh, either intentionally or
unintentionally: a funny story. * ευτράπελος, διασκεδαστικός, αστείος,
«γουστόζικος», «σπαρταριστός»
[amusing] quite funny, usually
making you smile rather than laugh loudly: an amusing anecdote. *
διασκεδαστικός, τερπνός, που προκαλεί χαμόγελο παρά ξεκαρδιστικό γέλιο
[comical] unusual in way that is amusing or funny: She has a comical way of talking. * διασκεδαστικός, αστείος, κωμικός
[droll] witty in a slightly unusual way: He has a very droll sense of
humour. * φαιδρός, αστείος, διασκεδαστικός, συνάμα παράξενος, αλλόκοτος
[facetious] light-hearted and intended to be amusing: a facetious
comment. * ευτράπελος, κν. «χωρατατζίδικος», (για πρόσωπα:) φιλοπαίγμων,
«χωρατατζής»
[hilarious] extremely funny: That was the most hilarious film I have ever seen. * διασκεδαστικότατος, ξεκαρδιστικός
[humorous] written or performed in a style designed to make people
laugh: a humorous article. * (για κείμενο ή παράσταση) χιουμοριστικός,
πνευματώδης
[side-splitting] that makes you laugh a lot: a side-splitting comedy routine. * ξεκαρδιστικός
[witty] amusing through using words or describing things in a clever way: a very witty speaker. * ευφυής, έξυπνος, πνευματώδης
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου