Thesaurus-Synonyms-124 - DIRTY
'dirty' adjective not clean, because covered or marked with soil, mud, stains, etc.: My hands were dirty after gardening.
* ρυπαρός, βρόμικος, λερωμένος
[dusty] covered in a layer of dust, or full of dust: Wipe the top of
the table, it’s dusty. * σκονισμένος, που καλύπτεται από ένα στρώμα
σκόνης
[filthy] very dirty indeed: The boys came home filthy after playing football. * ακάθαρτος, ρυπαρός, βρομερός
[grimy] having a layer of dirt or soot on the surface: a grimy windowsill. * καλυμμένος από στρώμα βρωμιάς ή καπνιάς
[grubby] dirty and shabby: a grubby old raincoat. * ρυπαρός, κακής κατάστασης, «άθλιος», «ελεεινός»
[messy] (informal) untidy and dirty: It’s a bit messy in here, because I
haven’t had time to clear up. * ακατάστατος, ασυγύριστος και ρυπαρός
[mucky] (informal) covered in dirt, especially mud: Take those mucky
boots off before you come in the kitchen. * καλυμμένος από ρύπους,
γεμάτος λάσπη
[muddy] covered in mud, or full of mud: The path’s very muddy after the rain we’ve had. * καλυμμένος με λάσπη, λασπωμένος
[polluted] containing waste or harmful chemicals: polluted water. *
μολυσμένος, που περιέχει ρύπους ή επικίνδυνες χημικές ουσίες
[soiled] (formal) marked with soil, mud, or stains: soiled bedclothes. * λερωμένος, ρυπαρός κν. «γαριασμένος»
[squalid] dirty and unpleasant: a squalid basement flat. *βρόμικος, υποβαθμισμένος, αποκρουστικός στην εμφάνιση
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
[filthy] very dirty indeed: The boys came home filthy after playing football. * ακάθαρτος, ρυπαρός, βρομερός
[grimy] having a layer of dirt or soot on the surface: a grimy windowsill. * καλυμμένος από στρώμα βρωμιάς ή καπνιάς
[grubby] dirty and shabby: a grubby old raincoat. * ρυπαρός, κακής κατάστασης, «άθλιος», «ελεεινός»
[messy] (informal) untidy and dirty: It’s a bit messy in here, because I haven’t had time to clear up. * ακατάστατος, ασυγύριστος και ρυπαρός
[mucky] (informal) covered in dirt, especially mud: Take those mucky boots off before you come in the kitchen. * καλυμμένος από ρύπους, γεμάτος λάσπη
[muddy] covered in mud, or full of mud: The path’s very muddy after the rain we’ve had. * καλυμμένος με λάσπη, λασπωμένος
[polluted] containing waste or harmful chemicals: polluted water. * μολυσμένος, που περιέχει ρύπους ή επικίνδυνες χημικές ουσίες
[soiled] (formal) marked with soil, mud, or stains: soiled bedclothes. * λερωμένος, ρυπαρός κν. «γαριασμένος»
[squalid] dirty and unpleasant: a squalid basement flat. *βρόμικος, υποβαθμισμένος, αποκρουστικός στην εμφάνιση
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου