Thesaurus-Synonyms - KEEP
'keep' verb to continue to have possession of something: She has kept all the letters her husband ever sent her.
* μένω/παραμένω (στην αυτή κατάσταση ή θέση): εξακολουθώ, συνεχίζω, διατηρώ, «κρατώ» (στην αυτή κατάσταση ή θέση)
[hold] to carry something in your hands and look after it: Will you
hold my handbag for me while I have a dance? * κρατώ, βαστώ και επιτηρώ,
ελέγχω
[preserve] to maintain something in an unchanged
condition: We want to preserve this beautiful building for future
generations.
* διατηρώ (αναλλοίωτο ή σε καλή κατάσταση), προστατεύω
[retain] to keep something in your possession: Retain your ticket in
case an inspector boards the bus. * εξακολουθώ να έχω, «διατηρώ»,
«κρατώ» στην κατοχή μου
[save] to keep something back for later
use: After cooking a chicken, I like to save the carcass to make soup. *
γλιτώνω, (δια) σώζω, περισώζω, (εξ) οικονομώ, κάνω οικονομίες,
αποταμιεύω για μελλοντική χρήση
[store] to keep goods in a safe
place for future use: Store the wine in a cool place. * τοποθετώ ή
διατηρώ σε αποθήκη, αποθηκεύω: δημιουργώ αποθέματα, «αποθησαυρίζω»,
«μαζεύω»
[withhold] (formal) to refuse to give or grant something: He was charged with withholding information pertaining to a crime.
* αρνούμαι να (παρα)δώσω, παρακρατώ: αποσιωπώ, αποκρύπτω
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου