Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

WORD OF THE DAY -KEEP -

Thesaurus-Synonyms - KEEP

'keep' verb to continue to have possession of something: She has kept all the letters her husband ever sent her.
* μένω/παραμένω (στην αυτή κατάσταση ή θέση): εξακολουθώ, συνεχίζω, διατηρώ, «κρατώ» (στην αυτή κατάσταση ή θέση)

[hold] to carry something in your hands and look after it: Will you hold my handbag for me while I have a dance? * κρατώ, βαστώ και επιτηρώ, ελέγχω

[preserve] to maintain something in an unchanged condition: We want to preserve this beautiful building for future generations.
* διατηρώ (αναλλοίωτο ή σε καλή κατάσταση), προστατεύω

[retain] to keep something in your possession: Retain your ticket in case an inspector boards the bus. * εξακολουθώ να έχω, «διατηρώ», «κρατώ» στην κατοχή μου

[save] to keep something back for later use: After cooking a chicken, I like to save the carcass to make soup. * γλιτώνω, (δια) σώζω, περισώζω, (εξ) οικονομώ, κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντική χρήση

[store] to keep goods in a safe place for future use: Store the wine in a cool place. * τοποθετώ ή διατηρώ σε αποθήκη, αποθηκεύω: δημιουργώ αποθέματα, «αποθησαυρίζω», «μαζεύω»

[withhold] (formal) to refuse to give or grant something: He was charged with withholding information pertaining to a crime.
* αρνούμαι να (παρα)δώσω, παρακρατώ: αποσιωπώ, αποκρύπτω

taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου