Thesaurus-Synonyms-- MYSTERIOUS
'mysterious' adjective strange and unexplained: a mysterious illness. * μυστηριώδης: αινιγματικός, γριφώδης
[baffling] very hard to understand or explain: His attitude was
baffling. * που περιάγει σε απορία ή αμηχανία, κν. που σε «στριμώχνει»
[enigmatic] intriguing and hard to understand: The hero of the film is
an enigmatic figure. * αινιγματικός, ακατανόητος, δυσερμήνευτος
[inexplicable] unable to be explained: for some inexplicable reason. * ανεξήγητος, ανεπίδεκτος εξήγησης
[inscrutable] hard to understand or identify: an inscrutable facial
expression. * ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, δύσκολα αντιληπτός ή
εξηγήσιμος
[mystifying] extremely hard to understand or explain: I find her hostility mystifying. * που προκαλεί απορία ή σάστισμα
[puzzling] hard to understand or explain: a puzzling question.
* αινιγματικός, γριφώδης, μυστηριώδης
[unexplained] for which an explanation has not been found: unexplained
infertility. * για τον οποίο δεν βρέθηκε εξήγηση, «ανεξήγητος»
taken from the BETSIS ELT DICTIONARY & THESAURUS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου